- ιχθυοπανίδα
- ἡτο σύνολο τών ειδών ψαριών μιας περιοχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)-* + πανίδα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κορμοράνος ή φαλακροκόρακας — Κοινή ονομασία των πελεκανομόρφων πτηνών της οικογένειας των φαλακροκορακίδων (phalacrocoracidae), η οποία περιλαμβάνει ένα μοναδικό γένος, τον Phalacrocorax, με συνολικά 33 είδη. Πρόκειται για αποικιακά πτηνά, που τρέφονται αποκλειστικά με ψάρια … Dictionary of Greek
Μεσολογγίου, λιμνοθάλασσα — Αβαθής λιμνοθάλασσα (100.000 στρέμματα), η σημαντικότερη από αυτές που σχηματίζονται λόγω των προσχώσεων των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Η ονομασία της κατά την αρχαιότητα ήταν Κυνία. Παλαιότερα στην περιοχή της λιμνοθάλασσας βρίσκονταν οι… … Dictionary of Greek
Σεϋχέλες — Συκρότημα νησιών της Ανατολικής Αφρικής, βορειοανατολικά της Μαδαγασκάρης.Tο αρχιπέλαγος των Σεϋχελλών, που ανήκει στη νησιωτική Aφρική, βρίσκεται στον Iνδικό Ωκεανό, βορειοανατολικά της Mαδαγασκάρης. Πρώην βρετανική αποικία, απέκτησε την… … Dictionary of Greek